αφαλοκόβω

Greek Monolingual

1. κόβω τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου
2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά ή καταφέρω συντριπτικό πλήγμα σε κάποιον (πρβλ. «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)
3. προξενώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση από το υπερβολικό φορτίο
4. προκαλώ σε κάποιον φόβο και ανησυχία.