αἰκέλιος

English (LSJ)

αἰκέλιον, poet. for ἀεικέλιος, Thgn. 1344, E.Andr.131 (lyr.).

Spanish (DGE)

αἰκέλιος, -α, -ον
• Alolema(s): ἀεικέλιος Hom., A.R.1.304, 2.1126, Nic.Th.271, INap.95.3 (I d.C.)
• Morfología: [-ος, -ον Od.19.341]
I 1inconveniente, temible πληγή Od.4.244, ἀλαωτύς Od.9.503, ἄλγος Od.14.32, νύχμα Nic.l.c.
ultrajante δεσμός Sol.3.25
funesto ὄρνις A.R.1.304, ναῦς A.R.2.1126, Μοῖρά τις ἀεικέλιος INap.l.c.
2 miserable, inferior, vil χιτών Od.24.228, κοίτη Od.19.341, δέμας E.Andr.131, ἔργον Luc.Syr.D.25 (ap. crít)
de pers. indigno, vil, Od.6.242, ἐπ' αἰκελίῳ παιδὶ δαμείς Thgn.1344, με ἕλεν κάματος λυγρὸς ἀεικέλιον IG 22.7198 (II d.C.)
de un ejército indigno, cobarde, Il.14.84.
II adv. αἰκελίως = inconveniente, terriblemente ῥυστάζειν Od.16.109, 20.319, ἐδαμάσθην Od.8.231.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
inconvenant, honteux, déplorable.
Étymologie: , εἴκελος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰκέλιος -ον poët. voor ἀεικέλιος.

German (Pape)

ἀεικέλιος, 344; Eur. Andr. 131.

Russian (Dvoretsky)

αἰκέλιος: Eur. = ἀεικέλιος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀεικέλιος, Θέογν. 1344, Εὐρ. Ἀνδρ. 131.

Greek Monotonic

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. αντί ἀεικέλιος.

Middle Liddell

poetic for ἀεικέλιος