αἰσχρορρήμων

English (LSJ)

αἰσχρορρήμον, = αἰσχρολόγος, Poll.8.80. Adv. αἰσχρορρημόνως ib.81.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 que dice obscenidades, malhablado Poll.8.80, Suet.Blasph.59, Eust.Op.286.7.
2 adv. αἰσχρορρημόνως diciendo obscenidades Poll.8.81.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρορρήμων: -ον, = αἰσχρολόγος, καὶ ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. 8. 81.

Greek Monolingual

(ονος), -ον (Α αἰσχρορρήμων)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω».
ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)].

German (Pape)

αἰσχρολόγος, Poll.

Translations