βόδι

Greek Monolingual

το
1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι)
2. (για άνθρωπο) νωθρός και ανόητος
3. παχύσαρκος και άκομψος
4. φρ. α) «τρώει ίσαμε ένα βόδι» — τρώει πάρα πολύ
β) «κοιμάται σαν βόδι» — κοιμάται πολύ βαθιά και αμέριμνα
γ) «είναι ένα βόδι» ή «...ενάμισι βόδι» — είναι πάρα πολύ ανόητος ή νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βους].