γερός
Spanish (DGE)
-ά, -όν
de edificios, sent. dud. ἱερὰ πάντα γερὰ καὶ στεγνὰ καὶ τεθυρωμένα ID 1417C.89 (II a.C.), cf. 58.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γερός, -ά, όν)
(για κτήρια) στερεός
μσν.- νεοελλ.
ακέραιος, ολάκαιρος
νεοελλ.
(για ανθρώπους)
1. υγιής
2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός
3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας»)
4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός
5. (για σκεύη) άσπαστος, αράγιστος
6. (για ενδύματα) άφθαρτος, άλειωτος
7. (για καρπούς) αυτός που δεν προσβλήθηκε από έντομα, αντίθετο του κούφιος ή του σάπιος
8. φρ. α) «γερό ποτήρι» — άνθρωπος ανθεκτικός στην οινοποσία
β) «γερή μπάζα» — αξιόλογη χρηματική είσπραξη ή ανέντιμος χρηματισμός
γ) «γερά λεφτά» ή «γεροί παράδες» — πολλά και σίγουρα κεφάλαια, μεγάλη περιουσία
δ) (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) στα γερά
πάρα πολύ έντονα, στα σοβαρά
ε) «είναι γερός αποκάτω» — δεν είναι κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίθ.) υγιηρός «υγιεινός, υγιής, γερός» < υγιής].