γουνάζομαι

English (LSJ)

fut. -σομαι: aor. 1 γουνασάμεσθα Orph.A.618, subj. γουνάσσηαι A.R.4.747, cf. Orph.A.943: (γόνυ):—Ep. Verb, clasp another's knees (v. sub γόνυ 1.2): hence, implore, entreat, abs., Il. 11.130: c. inf., τῶν ὕπερ… γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς in whose name… I implore you to stand your ground, 15.665; νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι Od.13.324; νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,… πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός 11.66; μή με… γούνων γουνάζεο entreat me not by [clasping] my knees, Il.22.345.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): γωνάζομαι Stesich.13.4S.
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [aor. ind. 1a plu. γουνασάμεσθα Orph.A.618; subj. 2a sg. γουνάσσηαι A.R.4.747]
agarrar, abrazarse a las rodillas de otro como suplicante, implorar, suplicar (a veces c. abstracción del gesto del suplicante) c. ac. de la pers. a quien se implora καί μιν γουνάσομαι a Zeus Il.1.427, cf. Stesich.l.c., Orph.A.943, μή με, κύον, γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων no me cojas por las rodillas, perro, ni supliques por mis padres, Il.22.345, cf. h.Ven.131, νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι pero ahora te suplico por tu padre, Od.13.324, cf. 11.66, μηδέ με γουνάσσηαι ἐφέστιος A.R.l.c., κείνην ἐσσύμενος γουνάζεο Q.S.10.313
c. or. complet. de inf. τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς en nombre de los que no están aquí presentes yo imploro que resistáis con firmeza, Il.15.665
abs. τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην y ellos a su vez suplicaban desde el carro, Il.11.130, c. dat. instrum. θυέεσσι λιταῖσί τε γουνασάμεσθα imploramos con sacrificios y plegarias Orph.l.c., cf. Hsch., EM 239.2G.

German (Pape)

[Seite 503] dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, πρός τινος, bei Etwas, bei Einem, auch ὑπέρ τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 καί μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι; 11, 66 νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων, πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ', ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσθην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep.

French (Bailly abrégé)

toucher les genoux en suppliant ; supplier, implorer : τινα γουνάζεσθαι IL toucher les genoux de qqn (pour le supplier) ; τινα γούνων γουνάζεσθαι IL implorer qqn en lui touchant les genoux : τινα τινός ou πρός τινος γουνάζεσθαι toucher les genoux de qqn et l'implorer au nom de qqn (de ses parents, etc.) ; γουνάζεσθαι ὑπέρ τινος toucher les genoux (de qqn), càd le supplier, au nom de qqn.
Étymologie: γόνυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γουνάζομαι γόνυ alleen ep., de knieën omvatten, smeken; (iem.) smeken (bij): met acc. en πρός + gen..; νῦν δέ σε … γουνάζομαιπρός τ’ ἀλόχου καὶ πατρός nu smeek ik u bij uw echtgenote en uw vader Od. 11.66; met acc. en gen..; μή με... γούνων γουνάζεο smeek mij niet bij mijn knieën Il. 22.345; met inf.. γουνάζομαι... ἑστάμεναι κρατερῶς ik smeek je pal te staan Il. 15.665.

Russian (Dvoretsky)

γουνάζομαι: припадать с мольбой к (чьим-л.) коленям, слезно умолять (τινα и τινα γούνων Hom.): γ. τινα (πρός) τινος или ὑπέρ τινος Hom. умолять кого-л. именем кого-л. или ради кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

γουνάζομαι: μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. ῥῆμα, ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ ἑπομένως, ἱκετεύω, δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς ἱκετεύω, τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... πρός τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· ὡσαύτως, μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324.

English (Autenrieth)

(γόνυ), fut. γουνάσομαι: supplicate, beseech, implore, strictly to kneel (elasping the knees of the person addressed, see under γόνυ), γούνων γουνάζεσθαι, Il. 22.345, cf. 338 (ὑπὲρ γούνων).

Greek Monolingual

γουνάζομαι (Α) γόνυ
1. πιάνω τα γόνατα κάποιου
2. ικετεύω.

Greek Monotonic

γουνάζομαι: μέλ. -σομαι (γόνυ), αποθ., πιάνω τα γόνατα κάποιου (βλ. γόνυ I. 2), και, επομένως, ικετεύω, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι, στο ίδ.· ὑπέρ τινος, εκ μέρους, εν ονόματι κάποιου άλλου, στο ίδ.· πρόςτινος, από κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

γόνυ
to clasp another's knees (v. γόνυ I. 2), and so to implore, entreat, supplicate, Il.; c. inf. to implore one to do a thing, Il.; ὑπέρ τινος in behalf of another, Il.; πρός τινος by another, Od.