γρύζω
English (LSJ)
fut. γρύξω, Ar.Eq.294 codd., LXX Ex.11.7,
A γρύξομαι Alc. Com.22: aor. ἔγρυξα (v. infr.):—say γρῦ (v. sub voc.), grumble, mutter, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον…; Ar.Pl.454; παιδὸς φωνὴν γρύξαντος Id.Nu.963; εἴ τι γρύξει Id.Eq.294; μὴ φλαῦρον μηδὲν γρύζειν Id.Pax 97 (anap.); γρύζοντας οὐδὲ τουτί Id.Ra.913; οὐκ ἐτόλμα γρύξαι τὸ παράπαν prob. in Is.8.27: c. dupl. acc., ἐγὼ μὲν οὔτε χρηστὸν οὔτε σε γρύζω ἀπηνὲς οὐδέν Call.Iamb.1.257; later, growl, of a dog, LXX l.c.; grunt, of a pig, Alciphr.3.73; grumble, murmur, πρός τινα Porph. Abst.1.27.
II fut. γρύσει = τήξει = will liquefy, Arist.Pr.876b18.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. γρύξω Ar.Eq.294; aor. ἔγρυξα Pl.Euthd.301a]
de pers. gruñir, quejarse Hippon.69.6, Ar.Pl.454, c. ac. int. εἴ τι γρύξεις Ar.l.c., παιδὸς φωνὴν γρύξαντος μηδὲν ἀκοῦσαι Ar.Nu.963, cf. Pax 97, Ra.913, μήτε γρύξαι μήτε στενάξαι sin una queja ni un lamento de los mártires crist. Mart.Pol.2.2, ἢν πλέω γρύξῃς si sigues gruñendo Herod.3.85
•c. πρός y ac. criticar οὐδὲν ἄρα πρὸς τοὺς ἄλλους ... γρύξαιμεν ἄν Porph.Abst.1.27
•chistar ἡγούμην δίκαια πεπονθέναι ὅτι ἔγρυξα me lo tengo merecido por chistar Pl.l.c., cf. Phryn.PSFr.299, c. ac. int. ἢν δὲ δή τι καὶ μέζον γρῦξαι θέλωμεν Herod.3.37, cf. 6.34
•más gener., c. neg. no rechistar, no decir ni mu γρῦξαι τὸ παράπαν οὐδέν Is.8.27, κοὐδὲν γρύζει Com.Adesp.232.19Au., καὶ οὐκ ἔγρυξεν οὐθεὶς τῶν υἱῶν Ισραηλ τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ y nadie alzó su voz contra los hijos de Israel LXX Io.10.21, οὐδαμοῦ ἐφθέγξατο, οὐδ' ὑπήχθη γρύξαι Philostr.VA 1.15, cf. 7.11., Ph.2.483, Hsch., Zonar.
•fig. ref. al murmullo de las hojas de un árbol ἐγὼ μὲν οὔτε χρηστὸν οὔτε σε γρύζω ἀπηνὲς οὐδέν dice el olivo al laurel yo no murmuro nada de tí, ni bueno ni inconveniente Call.Fr.194.60
•de anim. hacer gru, gruñir el cerdo δέλφακες ... γρύζουσι δὲ μάλ' ἀηδές Alciphr.2.29.1, cf. Hsch.s.u. γρυλίζοντα, οὐ γρύξει κύων τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ LXX Ex.11.7, en v. med. mismo sent., dicho de una mosca en parodia cómica, Alc.Com.22.1.
• Etimología: De *grug-i̯-ō formado a partir de γρῦ onomat. del gruñido del cerdo.
• Morfología: [sólo fut. γρύσει]
fundir, licuar ὁμοίως γρύσει ἡ θερμότης Arist.Pr.876b18.
German (Pape)
[Seite 507] fut. γρύξω Ar. Equ. 294; γρύξομαι Alc. com. bei Ath. IX, 396 c; aor. ἔγρυξα Plat. Euthyd. 301 a; grunzen, von Schweinen; übertr., von Menschen, murmeln, bes. wie οὐδὲ γρῦ, muchsen, z. B. οὐδ' ἐτόλμησε γρύξαι τὸ παράπαν οὐδέν Is. 8, 27; ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; dürft ihr noch muchsen? Ar. Lys. 656; γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον Plut. 454; auch von den unartikulirten Lauten kleiner Kinder, Nubb. 968. – Ein anderes Wort ist οὔτε ὁμοίως γρύσει ἡ θερμότης, schmelzen, Arist. probl. 4, 2, wenn die Lesart richtig ist.
French (Bailly abrégé)
f. γρύξομαι, ao. ἔγρυξα, pf. inus.
I. grogner en parl. du porc;
II. p. anal. 1 parler à voix basse, en cachette en parl. d'enfants;
2 en gén. pousser des cris inarticulés ; murmurer, gronder.
Étymologie: γρῦ.
2faire fondre, liquéfier.
Étymologie: DELG -.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρύζω γρῦ knorren, grommen, morren; uitbr. mompelen, murmelen:. ἔδει παιδὸς φωνὴν γρύξαντος μηδέν’ ἀκοῦσαι niemand behoorde ook maar een kik van een jongen te horen Aristoph. Nub. 963.
Russian (Dvoretsky)
γρύζω: (fut. γρύσω) расплавлять, плавить Arst.
I (aor. ἔγρυξα) произносить короткий или несмелый звук, пытаться отвечать: ἐγενόμην ὑπ᾽ ἀπορίας, ὅτι ἔγρυξα ὅμως δέ Plat. я растерялся, но все же пробормотал в ответ; οὐδ᾽ ἐτόλμησε γρύξαι τὸ παράπαν οὐδὲν Isae. он и пикнуть не посмел; ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; Arph. и вы еще посмеете возражать?
Greek (Liddell-Scott)
γρύζω: μέλλ. γρύξω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 294, γρύξομαι Ἀλκαῖ. Κωμ. Παλαιστρ. 1· ἀόρ. ἔγρυξα·-λέγω γρῦ (ἴδε ἐν λέξ.)=γογγύζω, μουρμουρίζω, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον·; Ἀριστοφ. Πλ. 454· παιδὸς φωνὴν γρύξαντος ὁ αὐτ. Νεφ. 963· εἴ τι γρύξει ὁ αὐτ. Ἱππ. 294· μὴ φλαῦρον μηδὲν γρύζειν ὁ αὐτ. Εἰρ. 98· οὐδὲ γρύζοντας τουτὶ ὁ αὐτ. Βατρ. 913· οὐκ. ἐτόλμα γρύξαι τὸ παράπαν Ἰσαῖ. 71. 42· πρβλ. γρυκτός. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 5, ὑπάρχει μέλλων τις γρύσει μὲ τὴν σημασίαν τοῦ τήξει, θὰ ὑγροποιήσῃ, λυώσῃ.
Greek Monolingual
(AM γρύζω)
1. (για χοίρους) γρυλλίζω
2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω
αρχ.
Ι. 1. λέω «γρυ»
2. υγροποιώ, λειώνω
II. (ρημ. επίθ.) γρυκτός, -ή, -όν
φρ. «ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν;» — άραγε θα τολμήσετε να βγάλετε «γρυ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρυ. Παράλληλη εξέλιξη εμφανίζουν τα λατ. grunnio, grundio «γρυλλίζω», αγγλοσαξον. grun(n) ian, γερμ. grunzen «γρυλλίζω»].
Greek Monotonic
γρύζω: μέλ. γρύξω και γρύξομαι, αόρ. αʹ ἔγρυξα· γρυλλίζω, λέγω γρῦ, γογγύζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=γρυλίζω, μουρμουρίζω). Εἶναι ἠχοποίητο ἀπό τόν ἦχο τῶν γουρουνιῶν (γρυ).
Παράγωγα: γρυκτός (=πού μπορεῖ νά εἰπωθεῖ), ἄγρυκτος (πού δέν λέει οὔτε γρῦ), ἀγρυξία (=ἄκρα σιγή), γρυσμός (=γρύλισμα).