δημαγωγία

English (LSJ)

ἡ, control of the people or leadership of the people, Ar.Eq.191, Th.8.65, Arist.Pol.1305b23, Ath.28.4, Luc.Dem.Enc.19; demagogy, demagogic method, Plb.2.21.8.

Spanish (DGE)

(δημᾰγωγία) -ας, ἡ
I 1jefatura del pueblo, del partido popular en Atenas, Th.8.65, ἡ δ. γὰρ οὐ πρὸς μουσικοῦ ἔτ' ἐστὶν ἀνδρὸς οὔτε χρηστοῦ τοὺς τρόπους el guiar al pueblo no es cosa de un hombre culto ni de buenos principios Ar.Eq.191, διεδέχοντο συνεχῶς τὴν δημαγωγίαν οἱ μάλιστα βουλόμενοι ... χαρίζεσθαι τοῖς πολλοῖς Arist.Ath.28.4, de Cleón, Plu.Per.33.
2 gener. gobierno del pueblo como actividad política en el poder o la oposición ἀνδρὶ νέῳ καὶ δημαγωγίας ἀπείρῳ I.AI 8.278, δ. γὰρ ἡ διὰ λόγου πειθόντων ἐστίν Plu.2.802d, ἀρχὴ καὶ δ. Plu.2.784b, cf. Lib.Decl.40.6, Arg.D.proem.11
Περὶ δημαγωγίας Sobre el gobierno del pueblo tít. de un diálogo socrático de Simón de Atenas, D.L.2.122, de un tratado de Demetrio de Falero, Dem.Phal.129 (pero quizá Sobre la demagogia, cf. II)
arte de conducir al pueblo, liderazgo popular δημαγωγίᾳ ... οὐ τῇ κολακευούσῃ τοὺς δήμους ἀλλὰ τῇ σωφρονιζούσῃ Philostr.Her.31.16, cf. Luc.Dem.Enc.19.
3 gobierno del pueblo como clase política o dirigente en el poder o la oposición, Philostr.VS 507.
II c. valor peyor., en cont. polít. o milit. medida, propuesta o maniobra demagógica para ganarse al pueblo, Plb.2.21.8, ἐπιβουλὰς καὶ δημαγωγίας καὶ ἐπισυστάσεις ποιούμενοι LXX 1Es.5.70, αἱ ... πόλεις ταῖς δημαγωγίαις ἐξαπατώμεναι D.S.19.1, cf. D.H.7.64
p. ext. política demagógica, demagogia como línea de actuación política, Arist.Pol.1305b23, Plb.38.11.11, D.C.39.60.3, ὁ Ἀντίγονος ... χωρὶς δημαγωγίας βεβαίως ἔχων τὴν ἡγεμονίαν D.S.19.31, ἀπὸ δημαγωγίας ἐπὶ δημαρχίαν βαδίζοντες pasando de la demagogia a la tiranía, Ph.1.669
c. gen. acción de ganarse el favor, adulación mediante medidas demagógicas ἐπὶ δημαγωγίαν τοῦ πλήθους ἐτράπετο D.H.12.1.

German (Pape)

[Seite 561] ἡ, die Leitung des Volks, Ar. Equ. 191; bes. Lenkung des Volks durch verführerische Redekünste, Gewinnung der Volksgunst, Arist. pol. 5, 6; Pol. 2, 21. 38, g; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art de conduire le peuple en captant sa faveur.
Étymologie: δημαγωγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημαγωγία -ας, ἡ [δημαγωγέω] demagogie.

Russian (Dvoretsky)

δημᾰγωγία: ἡ досл. руководство народом, управление страной, преимущ. в неодобр. знач. заискивание у народа, демагогия (δ. οὐ πρὸς χρηστοῦ ἐστιν ἀνδρός Arph.; δ. ὅταν τὸν ὄχλον δημαγωγῶσιν οἱ ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ ὄντες Arst.; κολακεία ὄχλου καὶ δ. Plut.).

Greek Monolingual

η (AM δημαγωγία) δημαγωγός
η ιδιότητα του δημαγωγού, η παραπλάνηση του λαού και η απόκτηση της εμπιστοσύνης του με απατηλά μέσα
νεοελλ.
δημαγωγική πράξη ή ενέργεια
αρχ.
η καθοδήγηση του δήμου, του λαού.

Greek Monotonic

δημᾰγωγία: ἡ, διακυβέρνηση, καθοδήγηση λαού, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δημᾰγωγία: ἡ, ἡ διοίκησις τοῦ δήμου, τοῦ λαοῦ, ἡ θεραπεία, ἡ κολακεία αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 191, Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 6· πρβλ. δημαγωγός.

Middle Liddell

[from δημαγωγός
leadership of the people, Ar.

Translations

demagogy

Belarusian: дэмагогія; Catalan: demagògia; Czech: demagogie; Danish: demagogi; Dutch: demagogie; Estonian: demagoogia; Finnish: demagogia; French: démagogie; Galician: demagoxia; German: Demagogie; Greek: δημαγωγία; Hungarian: demagógia; Italian: demagogia; Japanese: 扇動, デマ; Latvian: demagoģija; Polish: demagogia; Portuguese: demagogia; Romanian: demagogie; Russian: демагогия; Spanish: demagogia; Swedish: demagogi; Ukrainian: демагогія