διαγορεύω

English (LSJ)

A declare, state explicitly, συγγραφῆς διαγορευούσης PMagd.3.4 (iii B. C.); ὡς ὁ νόμος δ. LXX Su.61, cf. D.H.1.78(v.l.), Jul.Or.1.3d; give orders, command, Ph.1.437; τι Id.2.291: c. inf., Id.2.324, al.: τινί, c. inf., Plu.CG16; so μή… forbid, App.BC1.54:—Pass., διαγορεύομαι, to be declared or be established, Pl.Lg.757a; τὰ διηγορευμένα PTeb.105.30 (ii B. C.), PStrassb.115.6 (ii B.C.).
II relate in detail, D.H.11.19.
III speak of, κακῶς δ. τινά Luc.Pisc.26 (v.l.).
IV = τὰ διάφορα καὶ οὐ τὰ αὐτὰ λέγειν, Is.Fr.18.

Spanish (DGE)

1 prescribir, ordenar, estipular esp. ref. a mandatos legales o relig. ὡς ὁ νόμος διαγορεύει LXX Su.61, cf. Anaximen.Rh.1422b3, Iul.Or.1.3d, τόσας γὰρ διαγορεύει τὸ νόμιμον la costumbre prescribe este número (de días), I.AI 17.200, ἐπεὶ θάνατον ἦν διαγορεύοντος ἡ πρόσταξις pues sería el mandato de alguien que ordenase morir Ph.1.437, τῶν θείων διατάξεων ... σαφῶς διαγορευουσῶν ... BGU 473.16 (II d.C.)
c. or. de inf. ζώσας κατορύττεσθαι τὰς τοιαύτας ὁ τῶν ἱερῶν διαγορεύει νόμος D.H.1.78 (var.), τῷ δὲ μειρακίῳ καὶ διηγόρευσεν ἐπὶ τούτοις κατιέναι πάλιν ἢ μὴ κατιέναι ordenó al joven que volviese bajo estas condiciones o que no volviese Plu.CG 16, νόμος διαγορεύει τὰ τοιαῦτα ἄδοτα γράμματα ἀνίσχυρα εἶναι PStras.560.6 (IV d.C.)
c. μή e inf. prohibir que νόμου τινὸς παλαιοῦ διαγορεύοντος μὴ δανείζειν ἐπὶ τόκοις aunque una antigua ley prohibía los préstamos a interés App.BC 1.54, cf. PGrenf.1.37.24 (II a.C.), λύτρα παρὰ ἀνδροφόνου ... διαγορεύει ὁ νόμος μὴ ἐξεῖναι λαμβάνειν ἐπὶ μειώσει τῆς τιμωρίας Ph.2.324
en v. pas. οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι φαῦλοι καὶ σπουδαῖοι ni aunque se estipule que buenos y malos tienen los mismos derechos Pl.Lg.757a, καθ[ό] τι ἐν τῷ διαγράμματ[ι] διηγόρευται COrd.Ptol.21.31 (III a.C.), τοῖς πάλαι διηγόρευται νόμοις, ὥστε ... en las antiguas leyes se prescribe que ... Iust.Nou.58
τὰ διηγορευμένα ref. a edictos imperiales τὰ περὶ τούτων θείως διηγορευμένα PAgon.3.46 (III d.C.), ἀκολούθως τοῖς διηγορευμένοις PAgon.9.12 (III d.C.), παρὰ τὰ διηγορευμένα IEphesos 215.10 (II/III d.C.), τὰ θειωδῶς ὑπὸ τῶν νόμων διηγορευμένα PMasp.151.57 (VI d.C.)
ref. a contratos civiles estipular τῆς διαγραφῆς τῆς μισθώσεως διαγορευούσης «ἀκίνδυνον πλὴν ἀβρόχου καὶ καταβρόχου» pero al estipular el contrato de arriendo «a salvo de todo riesgo, excepto los de inundación insuficiente o excesiva», PEnteux.59.4 (III a.C.), ὡς ἡ συγγραφὴ διαγορεύει como estipula el contrato, PPetr.2.32.1.26 (III a.C.) en BL 1.368
en v. pas. ἀκ[ο] λούθ[ω] ς τοῖς διὰ τῆς μισθώσεως διηγορευμένοις PUniv.Giss.5.13 (II a.C.), ἐπὶ τοῖς διηγορευμένοις según los términos del contrato PTeb.105.30 (II d.C.).
2 declarar, afirmar c. ac. y pred. κἀκ τῶν σφυγμῶν, ὧν τὴν μὲν εὔτακτον κίνησιν ὑγίειαν τοῦ ζῴου διαγορεύουσι Aristid.Quint.89.19, c. or. de inf. διηγόρευον ἑαυτοὺς εἶναι τῶν τὰ Δίωνος φρονούντων declaraban ser partidarios de Dión D.S.16.17
explicar, exponer en v. pas. αἱ πλείους γνῶμαι διηγορεύθησαν la mayor parte de las opiniones fueron expuestas D.H.11.19
hablar μεγάλῃ τῇ φωνῇ διαγορεύει κακῶς Πλάτωνα Luc.Pisc.26 (cód.).
3 decir algo diferente Ἰσαῖος ... κέχρηται τῷ διαγορεύων ἀντὶ τοῦ διάφορα καὶ οὐ τὰ αὐτὰ λέγειν Is.Fr.20B.-S.

German (Pape)

[Seite 574] 1) deutlich u. bestimmt aussagen, Her. 7, 38; bestimmen, festsetzen, ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι Plat. Legg. VI, 757 a; in Gesetzen, D. Hal. 1, 78; App. B. C. 1, 54; διηγορευμένον ἐν τοῖς νόμοις Luc. Tyrann. 12; auch = befehlen, verbieten, Plut. Fab. M. 8, öfter. – 2) der Reihe nach durchsprechen, ὡς αἱ πλείους γνῶμαι διηγορεύθησαν Dion. Hal. 11, 19. – 3) τινὰ κακῶς δ., schmähen, Luc. Pisc. 26.

French (Bailly abrégé)

1 prescrire, ordonner ; δ. τινὶ μή et l'inf., défendre à qqn de;
2 parler contre : κακῶς δ. τινα LUC dire du mal de qqn, parler mal de qqn.
Étymologie: διά, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

διᾰγορεύω:
1 объявлять, приказывать (ὡς αὐτοκράτωρ διαγορεύσας Plut.);
2 определять, устанавливать: ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι Plat. пользующиеся одинаковыми почестями; τὸ διεγορευμένον ἐν τοῖς νόμοις Luc. то, что гласят законы;
3 заявлять, говорить: κακῶς δ. τινά Luc. дурно говорить о ком-л.;
4 запрещать (τινὶ μὴ κατιέναι πάλιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγορεύω: (πρβλ. ἀγορεύω, διεῖπον) ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, διακηρύττω, Ἡρόδ. 7. 38, καὶ συχνάκις παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, βεβαιώνω, Διον. Ἁλ. 1. 78· δίδω διαταγάς, τινί, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Γράχ. 16. -Παθ., διακηρύττομαι ἢ βεβαιοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 757A. ΙΙ. διηγοῦμαι ἐν λεπτομερείᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 19. ΙΙΙ. ὁμιλῶ περί τινος, κακῶς δ. τινὰ Λουκ. Ἁλι. 26.

Greek Monolingual

(AM διαγορεύω)
διακηρύττω, αγορεύω με σαφήνεια
αρχ.-μσν.
επιτάσσω, ορίζω ρητώς
μσν.
πιστοποιώ
αρχ.
1. διηγούμαι λεπτομερώς
2. ομιλώ για κάτι
3. παθ. ορίζομαι, κανονίζομαι, διευθετούμαι.

Greek Monotonic

διᾰγορεύω: μελ. -σω,
I. μιλώ ξεκάθαρα, διακηρύσσω, σε Ηρόδ.
II. μιλώ για κάτι, κακῶς δ. τινά, κακολογώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to speak plainly, declare, Hdt.
II. to speak of, κακῶς δ. τινά Luc.