διεκβάλλω
English (LSJ)
A pass a needle, string, etc., through, thread, Hero Bel.98.10, Heliod. ap.Orib.44.10.4, Gal.10.417.
2 subtract from ζῴδια in succession, Vett.Val.175.35.
3 pay through a bank, BGU1200.23 (Pass., i B. C.).
II intr. (sc. στρατόν), march through, Στυμφαλίαν Plb.4.68.5, prob. in Plu.Pel.17.
2 of rivers, boundaries, etc., δ. τὰ ὅρια εἰς… LXX Jo.15.8; ὁ Εὐφράτης δ. διὰ τοῦ Ταύρου Str.16.1.13; δ. εἰς νότον καὶ βορρᾶ PLond.2.154.9 (i A. D.).
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. διεγβ- BGU 1200.23 (I a.C.)
I tr.
1 atravesar, ir a través τὴν λίμνην Str.16.1.21, τὴν Στυμφαλίαν Plb.4.68.5, τὴν δ' ἔρημον Plb.10.28.1, (τόπους) Plb.10.29.3, τὰ στενά Plu.Pel.17, τὸν Γαδειραῖον πορθμόν Plu.Sert.8, τραχὺν αὐλῶνα καὶ στενόπορον Plu.Luc.25, cf. Str.15.3.6.
2 asignar, conceder en v. pas. διεγβαλλομένας εἰς τὸ ἡμῶν ἱερὸν τὰς ... πυροῦ ἀρτάβας ἑκατόν BGU l.c., cf. 1854.8 (I a.C.).
3 astr. medir un número dado de divisiones a partir de un punto fijo en una escala graduada, numerar algo desde τὰς λοιπὰς (ἡμέρας) διέκβαλε ἀπ(ὸ) Θώθ astr. en PRyl.27.11, ἀπὸ τοῦ κεκληρωμένου ζῳδίου τὴν ἡμέραν διέκβαλλε Vett.Val.195.4, ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου διεκβαλοῦμεν Vett.Val.166.25.
4 pasar, hacer pasar a través τὴν δὲ ἑτέραν (ἀρχὴν τοῦ τόνου) διὰ τῶν τρημάτων Hero Bel.98.9, δ. τε κάτω τὰ πέρατα τῶν δεσμῶν, ἀλλήλοις τε συνδεῖν ἐκεῖ pasar por debajo (del animal) los extremos de las cuerdas y anudarlos entre sí ahí Gal.2.627, δ. χρὴ τὴν βελόνην ἔξωθεν εἴσω δι' αὐτοῦ μόνου (τοῦ ἐπιγαστρίου) Gal.10.418, cf. Aët.7.37, δ. τὸ διάπυρον σιδήριον ἐκ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστηρὰ μέρη τῆς μασχάλης Gal.18(1).375, en v. pas. προσκαταδεσμεῖ (τὸ βρέφος) κηρίαις διεκβαλλομέναις διὰ τῶν πλαγίων ἐκκοπῶν Sor.61.3, διὰ τῶν τῆς διαιρέσεως χειλῶν ἀγκτῆρες ῥαμμάτινοι διεκβαλλέσθωσαν Heliod. en Orib.44.7.4, cf. Gal.2.627.
5 sacar, retirar χρίειν δὲ τὸ στόμα ... νάπυϊ τετριμμένῳ πειρώμενον τὸ προσπλασσόμενον τοῖς δακτύλοις δ. Paul.Aeg.3.9.3.
II intr.
1 discurrir a través, pasar por de ríos y fronteras (ὁ Εὐφράτης) διὰ τοῦ Ταύρου διεκβαλών Str.16.1.13
•extenderse c. prep. y ac. διεκβάλλει τὸ ὅριον ἀπὸ κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐπὶ πηγὴν ὕδατος LXX Io.15.9.
2 dar paso hacia, desembocar en λιβὸς εἴσοδος καὶ ἔξοδος κοινὴ ... διεγβάλλουσα εἰς νότον καὶ βορρᾶ al oeste una entrada y salida común que da paso al sur y al norte, PLond.154.9, cf. 24 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 618] (s. βάλλω), durch etwas hindurch- u. hinauswerfen, Gal. – Scheinbar intr., durchgehen, χώραν Pol. 4, 68, 5; τὰ στενά Plut. Pelop. 17; τὸν πορθμόν, übersetzen, Sertor. 8.
Russian (Dvoretsky)
διεκβάλλω:
1 переходить, проходить (τὴν Στυμφαλίαν Polyb.; τὰ στενά Plut.);
2 переправляться (τὸν πορθμόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διεκβάλλω: ῥίπτω διὰ μέσου καὶ ἔξω, διαπερῶ καὶ ἐξάγω, διά τινος Γαλην. 4, 463, 518. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. τοῦ στρατόν), πορεύομαι διὰ μέσου, χώραν Πολύβ. 4. 68, 5, κτλ.
Greek Monolingual
(Α διεκβάλλω) εκβάλλω
1. περνώ βελόνα, σχοινί κ.λπ. πέρα πέρα, βελονιάζω
2. (για ποτάμια) διασχίζω μια χώρα, έναν τόπο
αρχ.
1. (για στρατό) πορεύομαι, διέρχομαι
2. περιέρχομαι
3. αφαιρώ διαδοχικά μερικά ζώδια από το σύνολο τους
4. πληρώνω χρήματα μέσω άλλου
5. ξοδεύω
6. (για όρια) εκτείνομαι, απλώνομαι.