δισσολογώ

Greek Monolingual

δισσολογῶ (-έω) (AM)
φέρνω αντίρρηση, δυσανασχετώ
αρχ.
1. λέγω δύο φορές τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιώ δισσολογία.
2. επαναλαμβάνω
3. αλλάζω γνώμη
4. αφήνω ασαφές
5. (το ουδ. μτχ. πληθ.) τα δισσολογούμενα
όσα εκφέρονται με δύο τρόπους (π.χ. ορός και ορρός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -λογώ < λόγος.