δοκίμιο
Greek Monolingual
και δοκίμι, το (AM δοκίμιον, Μ και δοκίμιν) δόκιμος
νεοελλ.
1. αρχικό σχέδιο κειμένου ή κείμενο στο οποίο έχει δοθεί οριστική μορφή
2. περιορισμένης έκτασης κείμενο για κάποιο θέμα, χωρίς αυστηρή, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, πειθαρχία σε κανόνες συγγραφής, με έντονη την παρουσία και την άποψη του γράφοντος
3. «τυπογραφικό δοκίμιο» — πρόχειρα τυπωμένο κείμενο, συνήθως σε μορφή κορδέλας, το οποίο παραλαμβάνει ο διορθωτής για να κάνει τις διορθώσεις παραβάλλοντάς το με το χειρόγραφο του συγγραφέα
4. «γραπτό δοκίμιο», «δοκίμια εξετάσεων» — οι κόλλες εξετάσεων και διαγωνισμών με τις απαντήσεις σε ερωτήματα ή τη σύντομη ανάπτυξη θεμάτων από τους διαγωνιζόμενους
5. ναυτ. κάθε σημάδι στην ξηρά που βοηθά στην πρόγνωση του καιρού (π.χ. κορυφές με σύννεφα)
μσν.- νεοελλ.
αγώνισμα
μσν.
1. αυτό που γίνεται για δοκιμή («δοκίμιον μελάνης»)
2. το αγώνισμα της άρσεως βαρών
αρχ.
μέσο για δοκιμή, κριτήριο.