δώρο

Greek Monolingual

το (AM δῶρον)
1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο»)
2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» — η ομορφιά είναι δώρο της φύσεως)
3. προσφορές τών ανθρώπων προς τους θεούς σε ένδειξη σεβασμού («βωμοὶ δώροισι φλέγονται», Αισχ.)
4. «ἅγια ή τίμια δῶρα» — ο άρτος και ο οίνος της θείας ευχαριστίας
5. εξαιρετικές αρετές και ικανότητες («έχει το δώρο της ευγλωττίας»)
6. φιλοδώρημα
7. (στο χρηματιστήριο) χρηματική καταβολή σε εμπρόθεσμες χρηματιστηριακές συμβάσεις, που σε περίπτωση ακυρώσεως της συμβάσεως από τον έναν συμβαλλόμενο περιέρχεται στον άλλοαγοραπωλησία αξιών επί δώρῳ»)
μσν.- νεοελλ.
1. βραβείο αγώνα, έπαθλο
αρχ.
1. εισφορές υπηκόων σε ηγεμόνα
2. το εσωτερικό της παλάμης
3. η παλάμη ως μέτρο μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δώρον με τη σημ. «το εσωτερικό της παλάμης, παλάμη» ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dōr-, ετεροιωμένη-εκτεταμένη βαθμίδα της αρχικής IE der- «σπιθαμή». Ο τ. δώρον συνδέεται με αλβ. dore, λ. που αποδίδει τη σημασία «χέρι», ενώ η σύνδεση με αρχ. ιρλ. dorn, λεττ. dure, duris «γροθιά» είναι λιγότερο βέβαιη. Για τη λ. δώρον με τις λοιπές σημασίες βλ. λ. δίδωμι.