είλωτας

Greek Monolingual

και είλως (-ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης)
δουλοπάροικος, «δούλος του δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη
νεοελλ.
οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός-αττικός τύπος για την προέλευση του οποίου έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με μία αρχαία παράδοση οι Είλωτες έλαβαν το όνομα τους από την ονομασία της πόλεως Έλος, αλλά η υπόθεση αυτή δεν φαίνεται να είναι ούτε ιστορικά ούτε και γλωσσικά (φωνολογικά) πιθανή. Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τον αόρ. είλον (του αιρώ), ενώ άλλοι παράγουν τη λ. από τ. ε-Fελωτες, συγγενή προς το (F) αλώναι (αρχικά ονομάζονταν Είλωτες οι αιχμάλωτοι πολέμου). Στην πραγματικότητα η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας, όπως άλλωστε και πολλά ονόματα σκλάβων].