εκλέγω
Greek Monolingual
(I)
(AM ἐκλέγω)
Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω
2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία
3. μαζεύω, συλλέγω
4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω
αρχ.-μσν.
(για φόρους) εισπράττω
αρχ.
1. αποσπώ, αφαιρώ
2. δηλώνω, κοινοποιώ
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐκλελεγμένος
εκλεκτός, διαλεχτός.
(II)
ἐκλέγω (Μ)
1. λέω
2. περιγράφω με λεπτομέρεια
3. δείχνω τον δρόμο.