εκρηγνύω
Greek Monolingual
(AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι)
νεοελλ.
1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα»)
2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι («εξερράγη επανάσταση», «εξερράγη σε ύβρεις»)
μσν.
1. (το παθ.) θραύομαι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξερρωγώς
α) είμαι απόκρημνος
β) διεφθαρμένος
3. εκδηλώνομαι, φανερώνομαι, ξεσπώ
αρχ.
1. (με γεν.) αποσπώ, παρασύρω («ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο», Ιλ. Ψ)
2. (για ρούχα) σχίζομαι, διαρρηγνύομαι
3. (με αιτ.) ξεσπώ, κάνω να ξεσπάσει («προὔλεγον... καταιγίδων ὄμβρον ἐκρήξει [η νεφέλη]», Πλούτ.)
4. (για φύμα) ανοίγω
5. (αμτβ.) δημιουργώ ρήγμα («καθ' ἡμᾶς οὔποτ' ἐκρήξει μάχη», Σοφ. Αί.)
6. (για πρόσ.) ξεσπώ σε κάποιον.