εκσπώ

Greek Monolingual

(-άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ)
νεοελλ.
1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.»)
2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.»)
3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου, παραφέρομαι
αρχ.-μσν.
αποσπώ με τη βία κάτι που είναι σφιχτά δεμένο ή κολλημένο σε κάτι άλλοτρίχες ἐκσπῶνται», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ανασπώ, σύρω, τραβώ
2. σπάζω κάτι
3. αποσύρω.