εμπιστεύομαι
Greek Monolingual
και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι)
1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου
2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («του εμπιστεύομαι τα παιδιά μου, τα χρήματά μου κ.λπ.», «ἐνεπιστεύσατο τὸ ναυτικὸν Ἀντιόχῳ»)
νεοελλ.
1. ανακοινώνω κάτι υπό εχεμύθεια
2. (μτχ. παρακμ.) α) εμπιστευμένος και μπιστεμένος, -η, -ο
αφοσιωμένος, πιστός
β) εμπεπιστευμένος
εκπρόσωπος κράτους ή οργανισμού με αρμοδιότητες και προνόμια επίσημα κατοχυρωμένα.