εμφράσσω
Greek Monolingual
(AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω)
φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.)
αρχ.-μσν.
1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω
2. ματαιώνω, εμποδίζω την εμφάνιση, τη δράση ή την εκδήλωση κάποιου
3. φρ. «ἐμφράζω τὰ στόματα» — επιβάλλω σιγή, αποστομώνω, σταματώ τις διαμαρτυρίες
αρχ.
εμποδίζω, ανακόπτω την προέλαση βάζοντας φραγμό, αποκλείω κάπου.