εξαγωγή

Greek Monolingual

η (AM ἐξαγωγή) εξάγω
1. μεταφορά, μετακίνηση προς τα έξω («εξαγωγή του ξίφους από τον κολεό»)
2. μεταφορά εμπορευμάτων από μια χώρα σε άλληεξαγωγή σιταριού»)
νεοελλ.
1. το σύνολο τών εξαγόμενων προϊόντων μιας χώρας, το εξαγωγικό εμπόριο
2. (λογ.) ο σχηματισμός συμπεράσματος
αρχ.
1. έκθεση, αποκάλυψη
2. ζωή, ύπαρξη
3. αποστολή στρατού, εκστρατεία
4. μετοίκηση από μια χώρα σε άλλη
5. απαλλαγή από κάτι («πρὸς τὴν τῶν παρόντων κακῶν ἐξαγωγὴν», Πολ.)
6. κένωση τών περιττωμάτων («μὴ περιμένουσαι τὰς κατὰ φύσιν ἐξαγωγάς», Αριστοτ.)
7. αυτοκτονία
8. (νομ.) εκδίωξη από αμφισβητούμενη περιοχή.