εξουσιάζω
Greek Monolingual
(AM ἐξουσιάζω)
έχω ή ασκώ εξουσία («τὴν χώραν ἐξουσιάζω», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)
2. έχω την κυριότητα («το αμπέλι να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῦ μνήματος»)
νεοελλ.
φρ. «εξουσιάζω τον εαυτό μου» — είμαι αυτεξούσιος, δεν υφίσταμαι την κυριαρχία ή την επίδραση κανενός
μσν.
επικρατώ, κυριαρχώ.