επίγνωση

Greek Monolingual

η (AM ἐπίγνωσις) επιγιγνώσκω
ενσυνείδητη γνώση, συναίσθηση ενός πράγματος («δεν έχει επίγνωση της θέσης του»)
αρχ.-μσν.
η αναγνώριση («πρὸς ἐπίγνωσιν ὀξέως τῶν ἐρώντων γὰρ ἡ ὄψις»)
αρχ.
1. εξέταση, έρευνα («οὐδὲν οἷόν τε κατὰ τρόπον χειρίσαι τῶν προσπιπτόντων ἄνευ τῆς τῶν προειρημένων ἐπιγνώσεως», Πολ.)
2. κατανόηση («τὴν τῆς μουσικῆς ἐπίγνωσιν», Πλούτ.)
3. απόφαση μετά από έρευνα.