επίθετο

Greek Monolingual

το (AM ἐπίθετος, -ον) επιτίθημι
Ι. το ουδ. ως ουσ. λέξη που προσαρτάται στο ουσιαστικό για να δηλώσει την ποιότητα ή την ιδιότητά του
νεοελλ.
οικογενειακό όνομα, επώνυμο
μσν.
παλούκι
αρχ.
1. παρωνύμιο
2. επίθεση, τοποθέτηση φαρμάκου
ΙΙ. επίθ. αρχ.-μσν. ἐπίθετος, -ον
πρόσθετος, τοποθετημένος επάνω σε κάτι άλλο, ο μη εγχώριος
2. ο επίκτητος («τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν κοιναί... αἱ δὲ ἴδιαι και ἐπίθετοι»)
3. πλαστός
4. (για επιστολή) αυτή που δόθηκε να διαβιβαστεί κάπου
5. το αρσ. ως ουσ. ό ἐπίθετος
ονομασία βολής, ριξιάς στους κύβους.