επίκληση
Greek Monolingual
η (AM ἐπίκλησις) επικαλώ
έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση του ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.)
μσν.
κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά του ονόματος του προσώπου που τιμάται
αρχ.
1. παρατσούκλι, παρώνυμο, παρονομασία (α. «τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κίκλησκον», Ομ. Ιλ.
β. «Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν», Ησίοδ.)
2. επώνυμο, όνομα («οὐδὲ τοὔνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν [η Ελλάς], ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος... οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη», Θουκ.)
3. δυσφημητικός χαρακτηρισμός
4. τίτλος («βασιλέα ἄξιον τῆς ἐπικλήσεως», Ιουλ.)
5. έφεση στο δικαστήριο, και ιδίως έφεση στους δημάρχους της Ρώμης
6. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) ἐπίκλησιν
κατ’ όνομα, ονομαστικώς, κατά το φαινόμενο.