επίτροπος

Greek Monolingual

ο, η (AM ἐπίτροπος, -ον) επιτρέπω
1. αυτός που του έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας εντολής
2. εκπρόσωπος, εντεταλμένος, επιστάτης, φροντιστής, διοικητής, επόπτης
3. κηδεμόνας, επιμελητήςἐπίτροπος ὢν Θάρυπος τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», Θουκ.)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε στρατοδικείο ή ναυτοδικείο
μσν.- νεοελλ.
εκκλ. αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναών
αρχ.-μσν.
1. διοικητής, τοπάρχης, αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», Ηρόδ.)
2. εκτελεστής διαθήκης
3. φύλακας, προστάτης, βοηθός («θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται», Πίνδ.)
αρχ.
1. επιστάτης, επιμελητής, οικονόμος («ἐκήρυξε δέ παρεῖναι πάντας τοὺς ἐπιτρόπους», Ξεν.)
2. απεσταλμένος του Καίσαρος, διοικητής («εἰσὶ δὲ καὶ ἐπίτροποι τοῦ Καίσαρος», Στράβ.)
3. επόπτης τών εκτελεστών της διαθήκης.