επαλληλία

Greek Monolingual

η (AM ἐπαλληλία) επάλληλος
η τοποθέτηση όμοιων πραγμάτων διαδοχικά, σε ακολουθία, σε αλληλοδιαδοχή, το ένα μετά το άλλο («τῶν φωνηέντων ἐπαλληλίαι καὶ συμπτώσεις», Ευστ.)
νεοελλ.
φυσ. «αρχή της επαλληλίας» — η αρχή της γενικής φυσικής, κατά την οποία σε κάθε φαινόμενο ή αλλαγή καταστάσεως ενός συστήματος κάθε αίτιο επιφέρει το αντίστοιχό του αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από την τυχόν συνύπαρξη και άλλων αιτίων
αρχ.
(για φάρμακα) επάλληλη χρήση, συχνή χρησιμοποίηση.