ερευνητής

Greek Monolingual

ο θηλ. ερευνήτρια (AM ἐρευνητής, θηλ. ἐρευνήτρια Α και ἐρευνητήρ, ο) ερευνώ
αυτός που ερευνά, που εξετάζει, ο εξεταστής
νεοελλ.
1. ο μελετητής (α. «ερευνητής ψυχολογικών φαινομένων» β. «ερευνητής μεσαιωνικής ιστορίας»)
2. (φωτογρ.) εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής με το οποίο ερευνάται η θέση της εικόνας και η διευθέτησή της μέσα στον σκοτεινό θάλαμο
αρχ.
1. ανιχνευτής, κατάσκοπος
2. επόπτης του τελωνείου, τελώνης.