ερημητήριο
Greek Monolingual
και ερημητήρι
μέρος σε έρημο και μακρινό τόπο, στον οποίο αποσύρεται κάποιος για να ζήσει μόνος (αλλιώς ασκητήριο, ησυχαστήριο, μοναστήρι) («ερημητήρι για του Θεού χτισμένο τη λατρεία», Καζαντζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + -τήριον. Αντιδάνεια λ. (πρβλ. < γαλλ. ermitage, γερμ. Eremitage < «ερημητήριο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].