ευγνωμοσύνη
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) ευγνώμων
η αναγνώριση της ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.)
μσν.
γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν προσηκόντων αὐτῇ κέκτηται»)
μσν.-αρχ.
1. ειλικρίνεια, τιμιότητα («μὴ τὴν εὐγνωμοσύνην ἡμῶν ἀθεΐας λάβῃς ἀρχὴν καὶ συκοφαντίας» — μη χρησιμοποιήσεις την ειλικρίνειά μας για να μάς κατηγορήσεις ως άθεους και να μάς συκοφαντήσεις, Ιω. Χρυσ.)
2. αφοσίωση («ὅρα εὐγνωμοσύνην οἰκέτου
οὐδὲν ἑαυτοῦ εἶναι βούλεται, ἀλλὰ πάντα τοῦ δεσπότου», Ιω. Χρυσ.)
(αρχ)
1. επιείκεια, μετριοπάθεια
2. σωφροσύνη, σύνεση
3. μεγαλοψυχία.