ευφημώ
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐφημῶ, -έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) εύφημος
1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή
3. επαινώ, εγκωμιάζω («εὐφήμησεν αὐτὸν ὁ Ἀγαμέμνων καὶ πολλοὶ τοῦ στρατοῦ», Μαλάλ. Ι.)
μσν.-αρχ.
φωνάζω μεγαλόφωνα για θρίαμβο ή για έπαινο κάποιου, επευφημώ, κραυγάζω σε θρίαμβο («κέλαδον Ἑλλήνων πάρα... ηὐφήμησεν», Αισχύλ.)
1. παθ. εὐφημοῦμαι, -έομαι
α) μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις
β) ονομάζομαι ή αποκαλούμαι με επαινετική ή κολακευτική προσφώνηση
γ) τιμούμαι
2. φρ. «εὐφήμει, εὐφημεῖτε» — σωπάστε, τηρείστε σιγή για αποφυγή κάποιου κακού οιωνού.