εφοδιάζω
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) εφόδιον
1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία
2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω
4. μέσ. εφοδιάζομαι
προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου
αρχ.
1. ενισχύω, διατηρώ, προάγω
2. κάνω έφοδο, εισβάλλω
3. ευθαρρύνω, παρακινώ
4. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ.