εἰκαιοσύνη
English (LSJ)
ἡ, thoughtlessness, Timo 36.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
insensatez, frivolidad Ἀριστοτέλους εἰ. Timo SHell.810.
German (Pape)
[Seite 726] ἡ, Unbesonnenheit, Eitelkeit, Timon bei D. L. 5, 11.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαιοσύνη: и εἰκαιότης, ητος ἡ безрассудство, легкомыслие Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιοσύνη: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀφροσύνη, ματαιότης, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 5. 11.
Greek Monolingual
εἰκαιοσύνη, η (Α) εικαίος
απερισκεψία.
Translations
thoughtlessness
Czech: lehkomyslnost; Finnish: ajattelemattomuus, välinpitämättömyys; French: irréflexion; Greek: ασυλλογισιά; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβουλία, ἀβουλίη, ἀεσιφροσύνη, ἀλογιστία, ἀλογιστίη, ἀνεπιστασία, ἀστοχία, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, εἰκαιοσύνη, κακοφροσύνη, νηπιοφροσύνη, τὸ ἀκατάσκεπτον, τὸ ἀλόγιστον, τὸ ἄφρον, χαλιφροσύνη; Hungarian: meggondolatlanság, vigyázatlanság; Latin: temeritas; Manx: antort; Norwegian Nynorsk: tankeløyse; Polish: bezmyślność; Slovak: ľahkomyseľnosť