ηπατικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἡπατικός, -ή, -όν) ήπαρ
1. αυτός που ανήκει στο ήπαρ («ηπατικές φλέβες»)
2. αυτός που επιδρά στο ήπαρ («ἡπατικὸν φάρμακον», Γαλ.)
3. αυτός που υποφέρει από πάθηση του ήπατος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα ηπατικά
κλάση φυτών που ανήκει στη διαίρεση βρυόφυτα
2. α) (βιολ.-χημ.) φρ. «ηπατικές δοκιμασίες» — εργαστηριακές εξετάσεις με τις οποίες ελέγχονται οι λειτουργίες του ήπατος
β) ιατρ. «ηπατική ανεπάρκεια» — κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση ορισμένων ή όλων τών λειτουργιών του ήπατος
γ) «ηπατικές φλέβες» — ομάδα φλεβών που μεταφέρουν το αίμα από το ήπαρ στην κάτω κοίλη φλέβα, η οποία καταλήγει στον δεξιό κόλπο της καρδιάς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἡπατικόν
μαντεία που γίνεται με την παρατήρηση του ήπατος.