θέμερος

English (LSJ)

α, ον, = βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής, Hsch.; θεμερώτερα IG 14.1018.3 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1193] erkl. Hesych. σεμνός; wahrscheinlich von τίθημι, wie unser "gesetzt", "fest"; θεμερώτερα πάντα φύοντι Ep. ad. 190 (App. 234).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
bien posé ; grave, respectable.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.

Greek Monolingual

θέμερος, -έρα, -ον (Α)
1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός
2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός, θέμις, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι-/κύδος: κυδρός. Κατά μία άποψη, ο αμάρτυρος υπερθετικός του θέμιστος (κατά τα κρατερός-κράτιστος) αποτελεί α' συνθετικό ανθρωπωνυμίων, όπως Θεμιστο-κλής, Θεμιστό-δωρος (πρβλ. άριστος στα Αριστο-κλής, Αριστο-μένης).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θεμερόφρων, θεμερώπις].

Russian (Dvoretsky)

θέμερος: уравновешенный, солидный, важный, почтенный Anth.