θεμερόφρων
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
θεμερόφρον, gen. ονος, of grave and serious mind, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1194] erkl. Hesych. συνετός, σώφρων.
Greek (Liddell-Scott)
θεμερόφρων: -ον, γεν. ονος, συνετός, σώφρων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θεμερόφρων, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «συνετός, σώφρων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. ά-φρων, παρά-φρων].