θηρώ

Greek Monolingual

θηρῶ, -άω (Α)
1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. του συλλαμβάνω
2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω
3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου
4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι
5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω κάτι, ζητώ να καταστρέψω κάτι («θηρῶ πόλιν» — ζητώ να καταστρέψω την πόλη, Αισχύλ.)
6. πλησιάζω να επιτύχω αυτό που θέλω («ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι;» — απέτυχα ή πλησιάζω να επιτύχω το ζητούμενο; Αισχύλ.)
7. (η μτχ. μέσ. ενεστ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ θηρώμενοι
οι κυνηγοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ.
ΠΑΡ. θήραμα [πιθ. και θήρα βλ. λ.]
αρχ.
θηρατήρ, θηρατής, θηρατός, θήρατρον, θηράτωρ.
ΣΥΝΘ. διαθηρώ, προθηρώ, συνθηρώ].