ιάλεμος
Greek Monolingual
ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α)
1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη
2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ.
β) ψυχρός και αντικοινωνικός)
3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος («ἰάλεμοι ἰατροί», Γαλ.)
4. παροιμ. «ἰαλέμου ψυχρότερος» — για πρόσ. και πράγματα οχληρά και λυπηρά
5. τίτλος έργου του Άμφιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ι-άλεμος (με παράλληλο σπανιότερο τ. ι-ήλεμος) < επιφώνημα ιή (από το οποίο προήλθε το ουσ. ιά «κραυγή») + -αλεμος που μαρτυρείται μόνο στο κο-άλεμος «ανόητος», υπό την επίδραση του οποίου η λ. ιάλεμος έλαβε τη σημ. του ως επιθέτου. Η λ. ως ουσ. έχει τη σημ. «θρήνος, πένθιμο τραγούδι», αλλά χρησιμοποιείται πιθ. και ως επίθ. με τη σημ. «αξιοθρήνητος», απ' όπου, κατ' επέκταση, και η σημ. «ανόητος» (για γιατρούς ή ποιητές!)].