ιθύνω

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰθύνω) ιθύς
1. κάνω κάτι ευθύ, ευθυγραμμίζω, ισιώνω
2. κυβερνώ, διοικώ
3. (η μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ιθύνοντες
αυτοί που κυβερνούν, οι επικεφαλής
νεοελλ.
διευθύνω, δίνω κατευθύνσεις που καθορίζουν και τη ζωή τών άλλων (α. «ο ιθύνων νους» β. «η ιθύνουσα τάξη»)
(νεοελλ.-μσν.) κατευθύνω, καθοδηγώ
αρχ.
1. διευθύνω, οδηγώ σε ευθεία γραμμή
2. (με εχθρική σημ.) κατευθύνω, ρίχνω εναντίον κάποιου
3. φρ. α) (για δικαστές) «μύθους ἰθύνω»
i) εκδίδω ορθές και δίκαιες αποφάσεις
ii) επανορθώνω άδικες κρίσεις
β) «ἰθύνω τὸ πλέον τινί» — κρίνω απονέμοντας το μεγαλύτερο μέρος σε κάποιον
γ) «ἰθύνομαι θανάτῳ» — τιμωρούμαι με θάνατο.