κάκαδο
Greek Monolingual
και κάρκαδο και κάκανο, το
1. η εσχάρα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών πληγών, εξανθημάτων ή ελκών
2. ξηραμένη λέμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα του καίω με δίπλωση. Ο τ. κάρκαδο από αναλογική επίδραση, ο δε τ. κάκανο από τροπή του -δ- σε -ν-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. είναι κοινής προελεύσεως με το κακάλλι].