κάλον
Greek Monolingual
κᾱλον, τὸ (Α)
1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός
2. στον πληθ. τὰ κᾱλα
α) ξύλα για κάψιμο
β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.)
γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» — καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάF- < alon < θ. καF- (καίω) και επίθημα -αλον. Στην αναγωγή αυτή οδηγεί ο τ. δαλός (< δaF-ελός < θ. δα-F- του δαίω «καίω» και επίθημα -ελός). Στη δωρ. διάλεκτο, ωστόσο, μαρτυρείται τ. κᾶλον και όχι κῆλον, όπως θα προέκυπτε από τ. κάF-elon, δηλ. με συναίρεση του α + ε σε η (πρβλ. δωρ. τ. ὁρῆτε < ὁρά-ετε)].