καινοθήρας
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που θηρεύει τα καινά, εκείνος που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα
2. αυτός που αποδέχεται πρόθυμα και χωρίς κρίση καθετί νέο και περιφρονεί την παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσιθήρας, προικοθήρας. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. του γαλλ. reporteur «δημοσιογράφος, ανταποκριτής» και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].