καλοκαίρι

Greek Monolingual

καλοκαίρι[ν] και καλοκαίριον)
το θέρος, η θερινή εποχή
νεοελλ.
1. καλός καιρός, καλοκαιρία, ωραία μέρα
2. φρ. ειρων. «όξω από τα καλοκαίρια» — για αυτούς που κρύβουν την πραγματική τους ηλικία, δηλ. που υπολογίζουν την ηλικία χωρίς συνυπολογισμό τών καλοκαιριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. καλοκαίριν < καλόκαιρος ή, κατ' άλλους < καλοκαίριον το καλοκαιρία, όπως τα ζεύγη συνήθεια - συνήθειο, επωνυμία - επωνύμιο. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. καλοκαίρι φράσησύνταγμα») < καλός + καιρός
σ' αυτήν την περίπτωση η λ. καιρός ως β' συνθετικό απαντά με την κατάλ. -ι αναλογικά είτε προς άλλα σύνθ., όπως κρυο-νέρι, περιγιάλι, είτε προς απλά ουσ. σε -ι, όπως κυνήγ-ι, ταξίδ-ι.].