καμάρι

Greek Monolingual

το (Μ καμάρι(ν))
1. το να καμαρώνει κάποιος, υπερηφάνεια
2. κομπασμός, υπεροψία, έπαρση, σπουδαίο ύφος «για κοίτα τον με τί καμάρι έρχεται»)
3. το αίτιο της υπερηφάνειας, αυτό για το οποίο καμαρώνει και χαίρεται κάποιος, καύχημα, κόσμημαείναι το καμάρι της οικογένειας»)
νεοελλ.
παροιμ. «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι» — για πράγματα που, ενώ είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο, οι ενδιαφερόμενοι τά κρατούν μυστικά ή δεν τά γνωρίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καμάριον < υποκορ. του καμάρα ή υποχωρητ. < καμαρώνω].