το1. φρουρά, φυλάκιο, βάρδια2. φρουρός, σκοπός, φύλακας3. συνεκδ. παρατηρητήριο, σκοπιά, βίγλα4. φρ. «κρατώ καραούλι» ή «φυλάω καραούλι» α) φρουρώ, φυλάγωβ) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. < τουρκ. karakol «φρουρά»].