καταυλισμός

Greek Monolingual

ό
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταυλίζομαι, πρόχειρη στάθμευση, προσωρινή στρατοπέδευση
2. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει πρόχειρα ή διανυκτερεύει ένα στρατιωτικό τμήμα ή άλλη ομάδα ανθρώπων ή ο άμαχος πληθυσμός
3. η παραμονή σε αντίσκηνα, κατασκήνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταυλίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό καταυλίζομαι (=στρατοπεδεύω) → κατά + αὐλή, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.