κιμωλία

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
terre blanche ou rouge de Kimolos, sorte de craie, contenant de la soude, dont on se servait comme savon.
Étymologie: Κίμωλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κιμωλία) κίμωλος
ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από μικροσκοπικούς δίσκους, σφαιρίδια, ή κοκκολίθους άμορφου ανθρακικού ασβεστίου από κελύφη πρωτόζωων, θραύσματα βρυοζώων και εχινοζώων και από λεπτή σκόνη κρυσταλλικού ασβεστίτη
νεοελλ.
μικρό κυλινδρικό κοντύλι από κιμωλία που χρησιμοποιείται για να γράφει κανείς σε πίνακα ή άλλη σκουρόχρωμη λεία επιφάνεια
αρχ.
«κιμωλία (γῆ)» — ο κιμωλίτης, τον οποίο χρησιμοποιούσαν στα λουτρά, στο πλύσιμο αντί για σαπούνι και σε διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα.

Mantoulidis Etymological

(ἐνν. γῆ=χῶμα ἄσπρο ἀπό τό νησί Κίμωλο).