κλάμα

Greek Monolingual

(I)
και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) κλαίω
το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην του φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. παραγωγή αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη ενδεχομένως από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις
2. φρ. «βάζω τα κλάματα» ή «μπήγω τα κλάματα» — αρχίζω να κλαίω
2. παροιμ. «το κλάμα βγάνει πράμα» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη
αρχ.
ταραχή, θλίψη, δυστυχία («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε δυστυχία, Αριστοφ.).
(II)
κλᾱμα και κλάμα, τὸ (Α) κλώ
επιγρ. αντί κλάσμα.

Translations

cry

Arabic: بكاء; Bulgarian: плач; Catalan: plor; Cebuano: hilak; Chinese Mandarin: ; Czech: pláč, brečení; Danish: gråd, klage; Estonian: nutt; Finnish: itku, parku; French: pleur; Galician: choro; Georgian: ტირილი; German: Weinen; Greek: κλάμα; Ancient Greek: κλαῦμα, κλαυθμός, κλαυθμονή, κλαυμονή; Hebrew: בכי; Hungarian: sírás; Ilocano: sangit; Ingrian: itku; Irish: goil; Italian: pianto; Japanese: 泣き声; Kapampangan: gumaga, kumiyak; Korean: 울음; Kurdish Central Kurdish: گریان; Latin: lacrimae, fletus, ploratus; Latvian: raudas, raudāšana; Lithuanian: verksmas, verkimas, rauda; Macedonian: плач; Malay: tangisan; Occitan: plor; Persian: گریه; Polish: płacz; Portuguese: choro; Romanian: plânset; Russian: плач; Serbo-Croatian Cyrillic: пла̏ч; Roman: plȁč; Sicilian: cianciuta; Slovak: plač; Slovene: jok; Spanish: llanto; Swahili: kiliyo; Swedish: gråt; Tagalog: tangis; Telugu: ఏడుపు, శోకం; Ukrainian: плач