κλαῦμα
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
English (LSJ)
κλαύματος, τό, (κλαίω) always in plural,
A weeping, wailing, A.Pers. 705 (troch.), X.Cyr.2.2.14, etc.; κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; κλαυμάτων ἄξια And.4.39.
II troubles, misfortunes, Ar.Pax249; κλαύμαθ' ὑπάρξει τινί, = κλαύσεται, S.Ant.932 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1446] τό, das Weinen, Klagen, nur im plur.; κλαυμάτων πηγαί Aesch. Ag. 861; κλαυμὰτων λήξασα τῶνδε Pers. 691; τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει Soph. Ant. 923; κλαύματα ἐμβάλλειν τινί Ar. Par 248, Klagen verursachen; κλαυμάτων ἄξια Andoc. 4, 38; κλαύμασι καὶ πατέρες υἱοῖς σωφροσύνην μηχανῶνται, durch Strafe, die Weinen hervorruft, Xen. Cyr. 2, 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
κλαῦμα: τό, (κλαίω) κλαυθμός, θρῆνος, κοπετός, ἀείποτε κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 705, κτλ.· κλαυμάτων πηγαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 887· κλαυμάτων ἄξια Ἀνδοκ. 34. 16. ΙΙ. θλῖψις, δυστυχία, Ἀριστοφ. Εἰρ. 249· κλαύμαθ’ ὑπάρξει τινί, = κλαύσεται, Σοφ. Ἀντ. 932.
Greek Monolingual
(I)
και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) κλαίω
το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην του φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. παραγωγή αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη ενδεχομένως από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις
2. φρ. «βάζω τα κλάματα» ή «μπήγω τα κλάματα» — αρχίζω να κλαίω
2. παροιμ. «το κλάμα βγάνει πράμα» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη
αρχ.
ταραχή, θλίψη, δυστυχία («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε δυστυχία, Αριστοφ.).
(II)
κλᾱμα και κλάμα, τὸ (Α) κλώ
επιγρ. αντί κλάσμα.
Greek Monotonic
κλαῦμα: κλαύματος, τό (κλαίω),
I. κλαυθμός, θρήνος, σε Αισχύλ.
II. θλίψη, δυστυχία, σε Σοφ., Αριστοφ.
Middle Liddell
κλαῦμα, κλαύματος, τό, κλαίω
I. a weeping, wailing, Aesch.
II. a trouble, misfortune, Soph., Ar.
Translations
cry
Arabic: بكاء; Bulgarian: плач; Catalan: plor; Cebuano: hilak; Chinese Mandarin: 哭; Czech: pláč, brečení; Danish: gråd, klage; Estonian: nutt; Finnish: itku, parku; French: pleur; Galician: choro; Georgian: ტირილი; German: Weinen; Greek: κλάμα; Ancient Greek: κλαῦμα, κλαυθμός, κλαυθμονή, κλαυμονή; Hebrew: בכי; Hungarian: sírás; Ilocano: sangit; Ingrian: itku; Irish: goil; Italian: pianto; Japanese: 泣き声; Kapampangan: gumaga, kumiyak; Korean: 울음; Kurdish Central Kurdish: گریان; Latin: lacrimae, fletus, ploratus; Latvian: raudas, raudāšana; Lithuanian: verksmas, verkimas, rauda; Macedonian: плач; Malay: tangisan; Occitan: plor; Persian: گریه; Polish: płacz; Portuguese: choro; Romanian: plânset; Russian: плач; Serbo-Croatian Cyrillic: пла̏ч; Roman: plȁč; Sicilian: cianciuta; Slovak: plač; Slovene: jok; Spanish: llanto; Swahili: kiliyo; Swedish: gråt; Tagalog: tangis; Telugu: ఏడుపు, శోకం; Ukrainian: плач