κλάπα
Greek Monolingual
η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ)
νεοελλ.
1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες
2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές
3. καθεμιά από τις σανίδες τις οποίες οι χωρικοί της Μακεδονίας προσδένουν κάτω από τα υποδήματα για να διευκολύνουν τη βάδιση πάνω στα χιόνια
4. καθεμιά από τις παρωπίδες του αλόγου
5. καθεμιά από τις κλείδες πνευστού μουσικού οργάνου
6. σιδερένιος κλοιός στον οποίο εφαρμόζει ο σύρτης της πόρτας
7. στον πληθ. οι κλάπες
ξύλινα τεμάχια τα οποία σφηνώνονται μέσα στον τοίχο για να στερεώνονται πάνω τους τα πλαίσια θυρών, παραθύρων κ.λπ.
μσν.
η ποδοκάκκη, όργανο βασανισμού
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ κλάπαι (μσν. και οι κλάποι)
οι κορμοί, τα στελέχη
αρχ.
στον πληθ. ξύλινα υποδήματα, τσόκαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < λατ. clava «γόμφος»].