κλίσιον
English (LSJ)
τό,
A outbuildings round a κλισία or herdsman's cot, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Od.24.208 (glossed by προστῷον, Ameriasap.Ael.Dion.Fr.231); dub. sens. in IG11(2).156A38, 49 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1455] τό, att. κλῖσίον, Draco p. 57, 19 (u. deshalb auch κλείσιον geschrieben; von den Alten zum Teil von κλείω abgeleitet, s. κλισιάς; es kommt aber wie κλισία von κλίνω); Wirthschaftsgebäude, Wohnung für das Hausgesinde u. Stallung für das Vieh, welche Gebäude rund um das Herrnhaus herumgebau't waren, vgl. Od. 24, 207 u. Schol. zu Il. 9, 90, wie Poll. 4, 125; bei den Attikern übh. schlechtes Häuschen, Hütte, im Gegensatz zu den ordentlichen Wohnhäusern, Lys. 12, 18; bei Dem. 18, 129, wo die v.l. κλεισίον u. κλησίον, = οἴκημα. Bei Paus. 4, 1, 7 cella.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
habitation des esclaves près de celle du maître.
Étymologie: κλισία.
2ου (τό) :
lieu clos :
1 maison modeste, non ouverte à tout venant;
2 misérable hutte;
3 mauvais lieu.
Étymologie: κλείω.
Russian (Dvoretsky)
κλίσιον:
I или κλείσιον (ῐσ) τό помещение для прислуги, людская Hom.
II (ῑσ) τό κλείω I]
1 хижина, лачуга, барак, Plut., Lys.;
2 притон Dem.
Greek (Liddell-Scott)
κλίσιον: κλῐ, τό, (κλίνω), περίπτερον περὶ κλισίαν καὶ οἰκετικὸς οἶκος εὐτελής, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Ὀδ. Ω. 208, ἴδε Σχόλ. εἰς Ὅμ., καὶ Θησ. Στ. ἐν λέξ.
English (Autenrieth)
(κλίνω): an adjoining building for servants, etc., Od. 24.208†.
Greek Monolingual
κλίσιον, τὸ (Α)
φτωχική κατοικία η οποία βρισκόταν κοντά στην κατοικία κάποιου και στην οποία έμεναν οι δούλοι του με τις οικογένειές τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλισία.
Greek Monotonic
κλίσιον: [κλῐ], τό (κλίνω), βοηθητικά κτίσματα γύρω από καλύβα βοσκού, παραρτήματα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
κλίσιον, ου, τό, κλίνω
the outbuildings round a herdman's cot, Od.